- θαμποφέγγω
- θαμποφέγγω βλ. πίν. 21
(και ως απρόσ. θαμττοφέγγει)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
θαμποφέγγω — φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω … Dictionary of Greek
θαμποφέγγω — εξα, φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμποφεγγοβολώ — θαμποφέγγω … Dictionary of Greek
θαμβός — ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) βλ. θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαμβός μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από έκπληξη» < θάμβος «έκπληξη, θαυμασμός». Όμως με το ουσ. θάμβος δηλώνεται και η συσκότιση τής οράσεως από άπλετο φως,… … Dictionary of Greek
υποφώσκω — βλ. πίν. 152 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υποφώσκω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το υποβόσκω. Το υποφώσκω σημαίνει → αχνοφέγγω, θαμποφέγγω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής